προεξέχω: Difference between revisions
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
(34) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ | |mltxt=ΝΜΑ [[ἐξέχω]]<br />[[εξέχω]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προέχω]] (α. «η [[στέγη]] δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον [[μέρος]] καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.<br />γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[υπερέχω]], διακρίνομαι. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
A project from, τοῦ αἰγιαλοῦ Agath.5.22.
Greek (Liddell-Scott)
προεξέχω: ἐξέχω, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Ἀγαθ. 327, 16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ἐξέχω
εξέχω προς τα εμπρός, προέχω (α. «η στέγη δεν προεξέχει αρκετά για να φεύγουν τα νερά της βροχής» β. «πᾱν προβεβλημένον μέρος καὶ προεξέχον», Ιωάν. Τζέτζ.
γ. «τὸ τοῦ αἰγιαλοῡ προεξέχον», Αγαθ.)
αρχ.
υπερέχω, διακρίνομαι.