μυχλός: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
(2) |
(2a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=See also: s. [[μύκλος]]. | |etymtx=See also: s. [[μύκλος]]. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''μυχλός''': {mukhlós}<br />'''See also''': s. [[μύκλος]].<br />'''Page''' 2,279 | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 2 October 2019
English (LSJ)
σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for
A stallionass, Id.; cf. μύκλα.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
Greek Monolingual
μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].
Frisk Etymological English
See also: s. μύκλος.
Frisk Etymology German
μυχλός: {mukhlós}
See also: s. μύκλος.
Page 2,279