врываться: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
(1) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[εἰστρέχω]], [[ἐστρέχω]], [[συνεισπίπτω]], [[ἐνεπάγομαι]], [[εἰσπαίω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[εἰσωθέομαι]], [[ἐπεισέρρω]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐσάλλομαι]], [[ἐνθρῴσκω]], [[παρεμβάλλω]], [[εἰσαΐσσω]], [[εἰσφθείρομαι]], [[ἐπεισκωμάζω]], [[συνείσειμι]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[προεμπίπτω]], [[εἰσπηδάω]], [[ἐσπηδάω]], [[εἰσορμάω]], [[ἐσορμάω]], [[ἐπεισπηδάω]], [[συνωθέω]] | |rueltext=[[συνεκπίπτω]], [[εἰστρέχω]], [[ἐστρέχω]], [[συνεισπίπτω]], [[ἐνεπάγομαι]], [[εἰσπαίω]], [[ἐπεισπίπτω]], [[ἐπεσπίπτω]], [[εἰσωθέομαι]], [[ἐπεισέρρω]], [[εἰσάλλομαι]], [[ἐσάλλομαι]], [[ἐνθρῴσκω]], [[παρεμβάλλω]], [[εἰσαΐσσω]], [[εἰσφθείρομαι]], [[ἐπεισκωμάζω]], [[συνείσειμι]], [[ἐπιπίπτω]], [[παραπίπτω]], [[προεμπίπτω]], [[εἰσπηδάω]], [[ἐσπηδάω]], [[εἰσορμάω]], [[ἐσορμάω]], [[ἐπεισπηδάω]], [[συνωθέω]], [[εἰσπίπτω]], [[ἐμπίπτω]], [[παρέρχομαι]], [[καταδύω]], [[καταρρέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:25, 15 October 2019
Russian > Greek
συνεκπίπτω, εἰστρέχω, ἐστρέχω, συνεισπίπτω, ἐνεπάγομαι, εἰσπαίω, ἐπεισπίπτω, ἐπεσπίπτω, εἰσωθέομαι, ἐπεισέρρω, εἰσάλλομαι, ἐσάλλομαι, ἐνθρῴσκω, παρεμβάλλω, εἰσαΐσσω, εἰσφθείρομαι, ἐπεισκωμάζω, συνείσειμι, ἐπιπίπτω, παραπίπτω, προεμπίπτω, εἰσπηδάω, ἐσπηδάω, εἰσορμάω, ἐσορμάω, ἐπεισπηδάω, συνωθέω, εἰσπίπτω, ἐμπίπτω, παρέρχομαι, καταδύω, καταρρέω