συνείσειμι
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
(εἶμι ibo) go in together or enter together, Id.Resp.472a9, Col.794a26; δεῦρο σὺ ξυνείσιθι ἐμοί Athenio 1.45.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. εἶμι), mit od. zugleich hineingehen, Sp., wie Plut.
French (Bailly abrégé)
entrer ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, εἴσειμι.
Russian (Dvoretsky)
συνείσειμι:
1 одновременно или вместе входить (εἰς τοὺς πόρους ἅμα τινί Arst.);
2 врываться, вторгаться (ὥσπερ πύλης ἀνοιχθείσης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνείσειμι: (εἶμι, Λατ. ibo) εἴσειμι, εἰσέρχομαι ὁμοῦ, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 4, 3, π. Χρωμ. 4. 3· δεῦρο σὺ ξυνείσιθι ἐμοὶ Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 45.
Greek Monolingual
ΜΑ
εισέρχομαι συγχρόνως («εἰσιόντος τοῦ ἀέρος συνεισιόντα ταῦτα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἴσειμι «εισέχομαι, παρουσιάζομαι»].
Lexicon Thucydideum
una intrare, to enter together, 3.34.2, 4.57.2.