обменивать: Difference between revisions
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
(4) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀντιλαμβάνω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[διαμείβω]], [[ἐπαμείβω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[ὑπαλλάσσω]], [[ὑπαλλάττω]], [[μεταλαμβάνω]] | |rueltext=[[ἀλλάσσω]], [[ἐναλλάσσω]], [[ἀντιλαμβάνω]], [[διαλλάσσω]], [[διαλλάττω]], [[ἀνταλλάσσω]], [[ἀνταλάττω]], [[διαμείβω]], [[ἐπαμείβω]], [[καταλλάσσω]], [[καταλλάττω]], [[ἀντικαταλλάσσομαι]], [[ἀντικαταλλάττομαι]], [[ὑπαλλάσσω]], [[ὑπαλλάττω]], [[μεταλαμβάνω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
ἀλλάσσω, ἐναλλάσσω, ἀντιλαμβάνω, διαλλάσσω, διαλλάττω, ἀνταλλάσσω, ἀνταλάττω, διαμείβω, ἐπαμείβω, καταλλάσσω, καταλλάττω, ἀντικαταλλάσσομαι, ἀντικαταλλάττομαι, ὑπαλλάσσω, ὑπαλλάττω, μεταλαμβάνω