создавать: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
(fix) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐμποιέω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[ἀνατέλλω]], [[ἀντέλλω]], [[διέπω]], [[δημιουργέω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[μητίζομαι]], [[διαπλάσσω]], [[διαπλάττω]], [[μορφόω]], [[ἐναπεργάζομαι]], [[ἐνδημιουργέω]], [[κατοικίζω]], [[κατασκευάζω]], [[οἰκοδομέω]], [[ἐργάζομαι]] | |rueltext=[[ἐκφέρω]], [[ποιέω]], [[ἀνευρίσκω]], [[γεννάω]], [[τελέω]], [[ἐμποιέω]], [[ἀπεργάζομαι]], [[ἀνατέλλω]], [[ἀντέλλω]], [[διέπω]], [[δημιουργέω]], [[μηχανάω]], [[μηχανάομαι]], [[μηχανέομαι]], [[μητίζομαι]], [[διαπλάσσω]], [[διαπλάττω]], [[μορφόω]], [[ἐναπεργάζομαι]], [[ἐνδημιουργέω]], [[κατοικίζω]], [[κατασκευάζω]], [[οἰκοδομέω]], [[ἐργάζομαι]], [[ἀποτελέω]], [[ἐξεργάζομαι]], [[τεύχω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐκφέρω, ποιέω, ἀνευρίσκω, γεννάω, τελέω, ἐμποιέω, ἀπεργάζομαι, ἀνατέλλω, ἀντέλλω, διέπω, δημιουργέω, μηχανάω, μηχανάομαι, μηχανέομαι, μητίζομαι, διαπλάσσω, διαπλάττω, μορφόω, ἐναπεργάζομαι, ἐνδημιουργέω, κατοικίζω, κατασκευάζω, οἰκοδομέω, ἐργάζομαι, ἀποτελέω, ἐξεργάζομαι, τεύχω