присваивать себе: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[διανοσφίζομαι]], [[ἐκνοσφίζομαι]], [[μεταποιέω]], [[ἰδιοποιέομαι]], [[σφετερίζω]], [[ἐξιδιόομαι]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[προσπεριβάλλω]], [[νοσφίζω]], [[ἀπονέμω]] | |rueltext=[[κατέχω]], [[ἐφέλκω]], [[προσεπιδράσσομαι]], [[προσεπιδράττομαι]], [[διανοσφίζομαι]], [[ἐκνοσφίζομαι]], [[μεταποιέω]], [[ἰδιοποιέομαι]], [[σφετερίζω]], [[ἐξιδιόομαι]], [[οἰκειόω]], [[οἰκηϊόω]], [[προσπεριβάλλω]], [[νοσφίζω]], [[ἀπονέμω]], [[προσποιέω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:35, 15 October 2019
Russian > Greek
κατέχω, ἐφέλκω, προσεπιδράσσομαι, προσεπιδράττομαι, διανοσφίζομαι, ἐκνοσφίζομαι, μεταποιέω, ἰδιοποιέομαι, σφετερίζω, ἐξιδιόομαι, οἰκειόω, οἰκηϊόω, προσπεριβάλλω, νοσφίζω, ἀπονέμω, προσποιέω