λιθόκολλα: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(23)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lithokolla
|Transliteration C=lithokolla
|Beta Code=liqo/kolla
|Beta Code=liqo/kolla
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cement</b>, Dsc. 5.145.</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cement]], Dsc. 5.145.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:50, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθόκολλα Medium diacritics: λιθόκολλα Low diacritics: λιθόκολλα Capitals: ΛΙΘΟΚΟΛΛΑ
Transliteration A: lithókolla Transliteration B: lithokolla Transliteration C: lithokolla Beta Code: liqo/kolla

English (LSJ)

ἡ,

   A cement, Dsc. 5.145.

German (Pape)

[Seite 45] ἡ, Steinkitt, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθόκολλα: ἡ, μῖγμα μαρμάρου ἢ λίθου Παρίου καὶ ταυροκόλλης πρὸς συγκόλλησιν λίθων, Διοσκ. 5. 164.

Greek Monolingual

η (Α λιθόκολλα)
νεοελλ.
ειδική κόλλα για συγκόλληση λίθων ή για στερέωση πολύτιμων λίθων
αρχ.
μίγμα μαρμάρου ή παρίου λίθου και ταυρόκολλας το οποίο χρησιμοποιούνταν για συγκόλληση λίθων.