περίπου: Difference between revisions
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
(32) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripou | |Transliteration C=peripou | ||
|Beta Code=peri/pou | |Beta Code=peri/pou | ||
|Definition=or divisim <b class="b3">περί που</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=or divisim <b class="b3">περί που</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[about]], ἔτη γεγονὼς περίπου ἑκκαίδεκα <span class="bibl">Hdn.5.7.4</span>, cf. <span class="bibl">7.5.2</span>, <span class="bibl">Paul.Aeg.4.1</span>, etc.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:20, 28 June 2020
English (LSJ)
or divisim περί που,
A about, ἔτη γεγονὼς περίπου ἑκκαίδεκα Hdn.5.7.4, cf. 7.5.2, Paul.Aeg.4.1, etc.
German (Pape)
[Seite 589] adv. statt περί που, ungefähr, etwa, circa, circiter.
Greek (Liddell-Scott)
περίπου: Ἐπίρρ. ἀντὶ περί που, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς, «ἐπάνω κάτω», Λατ. circa, circiter, ἔτη γεγονὼς περίπου ἑκκαίδεκα Ἡρῳδιαν. 5. 7, πρβλ. 7. 5, Ἰώσηπ. ― Ἐπὶ τοπικῆς σημασίας πάντοτε διῃρημένως, ὡς, περί που τὰς ὑπωρείας τῆς Ἴδης Εὐστ. 1204, 50, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰς καὶ Γραμματικὰς Παρατηρήσεις ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σ. 11.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά προσέγγιση, σχεδόν, πάνω κάτω («περίπου δέκα κιλά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. περί που].