δρόμων: Difference between revisions
From LSJ
(9) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dromon | |Transliteration C=dromon | ||
|Beta Code=dro/mwn | |Beta Code=dro/mwn | ||
|Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ωνος, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[a light vessel]], <span class="bibl">Procop.<span class="title">Vand.</span>1.11</span>, Lyd.<span class="title">Mag.</span>2.14, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> = [[δρομίας]] 11, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 30 June 2020
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A a light vessel, Procop.Vand.1.11, Lyd.Mag.2.14, etc. II = δρομίας 11, Hsch.
German (Pape)
[Seite 668] ωνος, ὁ, der Läufer, – a) eine Art Seekrebs, Hesych., vgl. δρομίας. – b) ein Schiff, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δρόμων: -ωνος, ὁ, ἐλαφρὸν ποιλάριον, ταχυναυτούσας ὁλκάδας, ἃς δρόμωνας εἴωθεν ὀνομάζειν τὸ πλῆθος Θεοφύλακτ. Σιμοκ. Ἱστορ. σ. 178, Βυζ. ΙΙ. εἶδός τι καρκίνου, ὡς ὁ δρομίας, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο (AM δρόμων)
νεοελλ.
πολεμικό ή εμπορικό ιστιοφόρο πλοίο, κορβέτα
αρχ.-μσν.
ελαφρό πολεμικό πλοίο
αρχ.
είδος καρκίνου, κάβουρα.