μονόκλωνος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monoklonos
|Transliteration C=monoklonos
|Beta Code=mono/klwnos
|Beta Code=mono/klwnos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a single stem</b>, Dsc. 4.5, dub. l. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.8</span>, cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[with a single stem]], Dsc. 4.5, dub. l. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.18.8</span>, cf. <span class="title">PMag.Par.</span>1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:26, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόκλωνος Medium diacritics: μονόκλωνος Low diacritics: μονόκλωνος Capitals: ΜΟΝΟΚΛΩΝΟΣ
Transliteration A: monóklōnos Transliteration B: monoklōnos Transliteration C: monoklonos Beta Code: mono/klwnos

English (LSJ)

ον,

   A with a single stem, Dsc. 4.5, dub. l. in Thphr.HP9.18.8, cf. PMag.Par.1.808:—also μονό-κλων, ib. 2689.

German (Pape)

[Seite 203] mit einem Zweige, einem Sproß, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκλωνος: -ον, ὁ ἔχων μόνον ἕνα κλῶνα, Διοσκ. 3. 127, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 18, 18.

Spanish

de un solo tallo

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μονόκλωνος, -ον)
(για φυτά) αυτός που έχει έναν μόνο κλώνο
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που αποτελείται από μία μόνο κλωστή
2. βιολ. αυτός που ανήκει στον ίδιο κυτταρικό κλώνο
3. φρ. «μονόκλωνη ανοσοσφαιρίνη» — ανοσοσφαιρίνη η οποία εμφανίζεται σε ένα ομοιογενές έπαρμα κατά την ηλεκτροφόρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κλῶνος].