θερμολούτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(17)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thermoloytis
|Transliteration C=thermoloytis
|Beta Code=qermolou/ths
|Beta Code=qermolou/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who uses hot baths</b>, Agathin. ap. <span class="bibl">Orib.10.7.9</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one who uses hot baths]], Agathin. ap. <span class="bibl">Orib.10.7.9</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 17:36, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμολούτης Medium diacritics: θερμολούτης Low diacritics: θερμολούτης Capitals: ΘΕΡΜΟΛΟΥΤΗΣ
Transliteration A: thermoloútēs Transliteration B: thermoloutēs Transliteration C: thermoloytis Beta Code: qermolou/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who uses hot baths, Agathin. ap. Orib.10.7.9.

German (Pape)

[Seite 1202] ὁ, der warm Badende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θερμολούτης: -ου, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος θερμὰ λουτρά, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβ. 286 Ματθ. ― θερμολουτέω, μεταχειρίζομαι θερμὰ λουτρά, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ.1, Ἄλεξ. ἐν Ὀλ.1. 11· οὐχὶ -λουτρέω, ὡς ἐν Ἀριστ. Προβλ. 1. 29. ― καὶ θερμολουτία, ἡ, θερμὸν λουτρόν, ἐν τῷ πληθ., Ἱππ. 380. 3, Θεόφρ. περὶ Ἱδρώτων 16, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 1. 3· ἢ -λουσία, Κωμ, Ἀνών. 241, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 594.

Greek Monolingual

θερμολούτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει ζεστά λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -λούτης < λούω (πρβλ. ψυχρο-λούτης)].