πηρώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
(32) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pironymos | |Transliteration C=pironymos | ||
|Beta Code=phrw/numos | |Beta Code=phrw/numos | ||
|Definition=ον, (πήρα, ὄνομα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, (πήρα, ὄνομα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[named after a wallet]], gloss on [[οὐλαδώνυμος]], Tz.ad Lyc.183.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:40, 1 July 2020
English (LSJ)
ον, (πήρα, ὄνομα)
A named after a wallet, gloss on οὐλαδώνυμος, Tz.ad Lyc.183.
German (Pape)
[Seite 611] nach dem Ränzel benannt, Schol. Lycophr. 183.
Greek (Liddell-Scott)
πηρώνῠμος: -ον, (πήρα, ὄνομα) σακκώνυμος, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ Οὐλαμωνύμου.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που έλαβε το όνομά του από την πήρα, από το σακούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. σακκ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].