ἀφηνιάζω: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=afiniazo
|Transliteration C=afiniazo
|Beta Code=a)fhnia/zw
|Beta Code=a)fhnia/zw
|Definition=(ἡνία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">refuse to obey the reins</b>, <span class="bibl">Ph.1.85</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>25.1</span>; of persons, [[turn restive]], [[rebel]], <span class="bibl">Ph.1.125</span>, al., <span class="bibl">Str.17.3.25</span>, <span class="bibl">Hdn.1.4.5</span>: c.gen., <b class="b2">rebel against</b>, συντάγματος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.7.1</span>, cf. Luc.Bis Acc. 20. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med. or Pass., <b class="b3">ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο</b>, Hsch.</span>
|Definition=(ἡνία) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[refuse to obey the reins]], <span class="bibl">Ph.1.85</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>25.1</span>; of persons, [[turn restive]], [[rebel]], <span class="bibl">Ph.1.125</span>, al., <span class="bibl">Str.17.3.25</span>, <span class="bibl">Hdn.1.4.5</span>: c.gen., <b class="b2">rebel against</b>, συντάγματος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>4.7.1</span>, cf. Luc.Bis Acc. 20. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med. or Pass., <b class="b3">ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο</b>, Hsch.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:34, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφηνῐάζω Medium diacritics: ἀφηνιάζω Low diacritics: αφηνιάζω Capitals: ΑΦΗΝΙΑΖΩ
Transliteration A: aphēniázō Transliteration B: aphēniazō Transliteration C: afiniazo Beta Code: a)fhnia/zw

English (LSJ)

(ἡνία)

   A refuse to obey the reins, Ph.1.85, Luc.DDeor.25.1; of persons, turn restive, rebel, Ph.1.125, al., Str.17.3.25, Hdn.1.4.5: c.gen., rebel against, συντάγματος J.BJ4.7.1, cf. Luc.Bis Acc. 20.    II Med. or Pass., ἀφηνιάζετο· ἐχωρίζετο, Hsch.

German (Pape)

[Seite 409] den Zügel abstreifen, von Pferden, durchgehen, Luc. D. D. 25; übertr., ungehorsam sein, τινός Bis acc. 20; πρὸς τοὺς νόμους Synes.; ἀφηνιάσαντας χειροήθεις ποιεῖν Themist. 7, 97 a; sich empören, neben στασιάζω Herodian. 2, 4, 5; sich von etwas frei machen, μαθημάτων καλῶν 1, 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφηνιάζω: μέλλ. -άσω, (ἡνία) ἀποπτύω, ἀποβάλλω τὰς ἡνίας, δὲν ὑποτάσσομαι, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 25: ἐπὶ ἀνθρώπων, ἐπανίσταμαι Ἡρόδ. 1. 4, 12, Φίλων 1. 85· ἀφ. τινός, ἐπανίσταμαι κατά τινος, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 20· πρός τι Συνέσ. 101Α.

French (Bailly abrégé)

f. ἀφηνιάσω;
litt. résister aux rênes, être rétif.
Étymologie: ἀπό, ἡνία.

Spanish (DGE)

I rehusar las riendas los caballos δαμάζειν τὸν ἵππον καὶ ἀφηνιάζοντα ἐπιστομίζειν Ph.1.85, εἰ γὰρ ἐνδοίη τις, ἀφηνιάζουσιν εὐθύς Luc.DDeor.24.1.
II fig. de pers.
1 rebelarse οὐ γὰρ ἀνέξεταί σε ἀφηνιάζοντα Ph.1.125, de bárbaros ἀφηνιάζειν καὶ ἀπειθεῖν Str.17.3.25, οἱ νεώτεροι ... ἀφηνιάζοντες καὶ θρασυνόμενοι Plu.2.486f, cf. Hdn.1.4.5, τὸν ἀφηνιάσαντα πρὸς τοὺς νόμους Synes.Prouid.1.10, τὸν θυμὸν ... ἀφηνιάζειν καὶ ἀποχωρεῖν καὶ ἀπειθεῖν Gal.5.372.
2 separarse, alejarse de c. gen. ἀφηνιάσαι ἡμῶν Luc.Bis Acc.20, ἀφηνίαζε τοῦ συντάγματος I.BI 4.389
c. ἀπό y gen. ἀνθρώπους εἴτε ἀπὸ τύχης εἴτε ἀπὸ γνώμης ἀφηνιάσαντας αὖθις χειροήθεις ποιῆσαι Them.Or.7.97a, ὅτι ἤμελλον αἱρέσεις ἀφηνιάζειν τὸν Χριστὸν ἀπὸ τοῦ πατρῴου θελήματος Epiph.Const.Haer.69.59
en v. med. mismo sent., Hsch.

Greek Monolingual

(AM ἀφηνιάζω) ηνία
(για τα υποζύγια, και κυρίως τα άλογα) δεν συγκρατούμαι από τα ηνία, αρνούμαι να υπακούσω στον αναβάτη
αρχ.-μσν.
εξεγείρομαι, στασιάζω
νεοελλ.
(για ανθρώπους)
1. παρεκτρέπομαι, παραφέρομαι, αντιδρώ βίαια και παράλογα
2. επιδίδομαι ασύστολα σε άσεμνες πράξεις
3. γίνομαι έξω φρενών
4. (η μτχ. ως επίθ. ή ουσ.) αφηνιασμένος
αυτός που έχει χάσει τον αυτοέλεγχο, ο μανιασμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀφηνιάζω: сбрасывать поводья, не слушаться поводьев Plut., Luc.: ἀφηνιάσαι τινός Luc. взбунтоваться против кого-л.