στρεψίμαλλος: Difference between revisions
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
(4) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=strepsimallos | |Transliteration C=strepsimallos | ||
|Beta Code=streyi/mallos | |Beta Code=streyi/mallos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with tangled fleece</b>: <b class="b3">σ. τὴν τέχνην</b>, metaph. of Euripides, in reference to his | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with tangled fleece</b>: <b class="b3">σ. τὴν τέχνην</b>, metaph. of Euripides, in reference to his [[complex phrases]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span>638</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:11, 1 July 2020
English (LSJ)
ον,
A with tangled fleece: σ. τὴν τέχνην, metaph. of Euripides, in reference to his complex phrases, Ar.Fr.638.
German (Pape)
[Seite 954] mit krauser Wolle, ὄϊς; – übrtr., schlau, arglistig, Eust. u. Suid. v. l. für das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
στρεψίμαλλος: -ον, ὁ ἔχων συνεστραμμένα ἢ περιπεπλεγμένα ἔρια, στρ. τὴν τέχνην, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Εὐριπίδου ἐν ἀναφορᾷ, ὡς λέγουσι, πρὸς τὰς περιπλόκους αὐτοῦ φράσεις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 542, πρβλ. Εὐστ. 1638. 17, Ἡσύχ., Φώτ., Σουΐδ., ἀλλ’ ὁ Δινδ. διορθοῖ στρεψίμελος, ὡς ἔχει ὁ Σχολ. ἐν Νεφ. 787.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει συνεστραμμένα ή πλεγμένα μαλλιά, αυτός που έχει μπερδεμένο τρίχωμα
2. μτφ. (στην κωμωδία) (ως προσωνυμία του Ευρυπίδου) αυτός που χρησιμοποιεί περίπλοκες φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω (πρβλ. στρέψις), συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -μαλλος (< μαλλός), πρβλ. μονό-μαλλος].
Russian (Dvoretsky)
στρεψίμαλλος: (ῐ) досл. с курчавой шерстью, перен. затейливый: σ. τὴν τέχνην Arph. вычурный в своих произведениях.