ἐξασθενής: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksasthenis
|Transliteration C=eksasthenis
|Beta Code=e)casqenh/s
|Beta Code=e)casqenh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">financially weak</b>, PMasp.151.12 (vi A. D.).</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[financially weak]], PMasp.151.12 (vi A. D.).</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 15:12, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξασθενής Medium diacritics: ἐξασθενής Low diacritics: εξασθενής Capitals: ΕΞΑΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: exasthenḗs Transliteration B: exasthenēs Transliteration C: eksasthenis Beta Code: e)casqenh/s

English (LSJ)

ές,

   A financially weak, PMasp.151.12 (vi A. D.).

Spanish (DGE)

-ές
empobrecido, depauperado ἐ. ἀπορία καὶ ἐλαχίστη ἡμῶν περιουσία PMasp.151.12 (VI d.C.).

Greek Monolingual

(I)
ἐξασθενής, -ές (Α) ασθενής
αδύνατος οικονομικά, περιουσιακά, άπορος.
(II)
-ές
χημ.
1. ονομασία ατόμου, ρίζας ή ιόντος που έχει σθένος έξι, εξατομικός
2. φρ. «εξασθενή στοιχεία» — τα στοιχεία που ο αριθμός τών μονάδων τους εκφράζεται με τον αριθμό έξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + -σθενής (< σθένος)].