ἰωνίς: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(18)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ionis
|Transliteration C=ionis
|Beta Code=i)wni/s
|Beta Code=i)wni/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a water bird</b>, <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>5.5</span>.</span>
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[a water bird]], <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span>5.5</span>.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰωνίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[Ίωνες]]<br /><b>1.</b> (θηλ. του [[ιώνιος]]) α) ιωνική<br />β) (ως εθν.) <i>Ιωνίς</i><br />η [[κάτοικος]] της Ιωνίας ή η [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία<br /><b>2.</b> υδρόβιο [[πτηνό]].
|mltxt=[[ἰωνίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[Ίωνες]]<br /><b>1.</b> (θηλ. του [[ιώνιος]]) α) ιωνική<br />β) (ως εθν.) <i>Ιωνίς</i><br />η [[κάτοικος]] της Ιωνίας ή η [[γυναίκα]] που κατάγεται από την Ιωνία<br /><b>2.</b> υδρόβιο [[πτηνό]].
}}
}}

Revision as of 15:41, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰωνίς Medium diacritics: ἰωνίς Low diacritics: ιωνίς Capitals: ΙΩΝΙΣ
Transliteration A: iōnís Transliteration B: iōnis Transliteration C: ionis Beta Code: i)wni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A a water bird, Ar.Byz.Epit.5.5.

Greek Monolingual

ἰωνίς, -ίδος, ἡ (Α) Ίωνες
1. (θηλ. του ιώνιος) α) ιωνική
β) (ως εθν.) Ιωνίς
η κάτοικος της Ιωνίας ή η γυναίκα που κατάγεται από την Ιωνία
2. υδρόβιο πτηνό.