σφαδασμός: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
(1b)
(CSV import)
Line 13: Line 13:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]<br />a [[spasm]], convulsion, Plat.
|mdlsjtxt=σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]<br />a [[spasm]], convulsion, Plat.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[convulsion]], [[of the body]], [[twitching]]
}}
}}

Revision as of 14:55, 4 July 2020

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰδασμός: ὁ, ὡς τὸ σπασμός, σύσπασις τῶν μελῶν, σπασμώδης κίνησις, «σπαρτάρισμα», Πλάτ. Πολ. 579E· παρ’ Ἐπιφαν. τ. 1, σ. 581C, σφαδαϊσμός.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και σφαδαϊσμός και σφαδασμός Α σφαδάζω / σφαδᾴζω /σφαδαΐζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σφαδάζω.

Greek Monotonic

σφᾰδασμός: ὁ, σπασμός, σύσπαση μελών, σπαρτάρισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰδασμός: ὁ подергивание, судорога (σφαδασμοὶ καὶ ὀδύναι Plat.).

Middle Liddell

σφᾰδασμός, οῦ, ὁ, [from σφᾰδάζω]
a spasm, convulsion, Plat.

English (Woodhouse)

convulsion, of the body, twitching

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)