σκυτεύς: Difference between revisions
Δίωκε δόξην καὶ ἀρετήν, φεῦγε δὲ ψόγον → Virtutem sequere et laudem, fuge famam malam → Verfolge Ruhm und Tüchtigkeit, doch Tadel flieh
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skyteys | |Transliteration C=skyteys | ||
|Beta Code=skuteu/s | |Beta Code=skuteu/s | ||
|Definition=έως, ὁ,= | |Definition=έως, ὁ,= [[σκυτοτόμος]], <span class="bibl">Ar. <span class="title">Av.</span>491</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>491a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Ages.</span>1.26</span>, <span class="bibl">Archipp.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>2p.108</span> (iii B.C.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:10, 7 July 2020
English (LSJ)
έως, ὁ,= σκυτοτόμος, Ar. Av.491, Pl.Grg.491a, X.Ages.1.26, Archipp.30, PPetr.2p.108 (iii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, Lederarbeiter, Schuster; Ar. Av. 494; Plat. Rep. X, 601 c; Xen. u. Folgde, wie Arist. pol. 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτεύς: έως, ὁ, (σκῦτος) = σκυτοτόμος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 491, Πλάτ. Γοργ. 491Α, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26, κτλ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
tout ouvrier travaillant le cuir, particul. cordonnier.
Étymologie: σκῦτος.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. σκυτεύτρια, Α
αυτός που κατεργάζεται τα δέρματα, σκυτοτόμος, υποδηματοποιός («καὶ οἱ τέκτονες καὶ oἱ σιδηρεῑς καὶ σκυτεῑς... πάντες πολεμικὰ ὅπλα κατεσκεύαζον», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «δέρμα, βύρσα» + κατάλ. -εύς (πρβλ. βυρσ-εύς)].
Greek Monotonic
σκῡτεύς: -έως, ὁ (σκῦτος), = σκυτοτόμος, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκυτεύς -εως, ὁ [σκῦτος] leerbewerker, spec. schoenmaker.
Russian (Dvoretsky)
σκῡτεύς: έως ὁ сапожник, башмачник Arph., Xen. etc.
Middle Liddell
σκῡτεύς, έως, ὁ, σκῦτος = σκυτοτόμος, Ar., Plat., etc.]