διπλοΐς: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διπλοΐς''': ΐδος, ἡ, διπλοῦν [[ἱμάτιον]], ὡς τὸ [[δίπλαξ]], Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ [[συνήθης]] ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 49. ΙΙ. [[διπλόη]] Ι, Ἱππ. 469. 10.
|lstext='''διπλοΐς''': ΐδος, ἡ, διπλοῦν [[ἱμάτιον]], ὡς τὸ [[δίπλαξ]], Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ [[συνήθης]] ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, Πολυδ. Ζ΄, 49. ΙΙ. [[διπλόη]] Ι, Ἱππ. 469. 10.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλοΐς Medium diacritics: διπλοΐς Low diacritics: διπλοΐς Capitals: ΔΙΠΛΟΪΣ
Transliteration A: diploḯs Transliteration B: diplois Transliteration C: diplois Beta Code: diploi/+s

English (LSJ)

ΐδος, ἡ,

   A double cloak, LXX 1 Ki.2.19, J.AJ6.14.2, etc.; worn by Cynics, AP7.65 (Antip. (?)).    II = διπλόη 1, Hp.Morb. 2.23.    2 abscess in horse's ear, Hippiatr.17.

Greek (Liddell-Scott)

διπλοΐς: ΐδος, ἡ, διπλοῦν ἱμάτιον, ὡς τὸ δίπλαξ, Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ συνήθης ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, Πολυδ. Ζ΄, 49. ΙΙ. διπλόη Ι, Ἱππ. 469. 10.

French (Bailly abrégé)

ΐδος (ἡ) :
1 (s.e. χλαῖνα) manteau qu’on met en double;
2 suture du crâne.
Étymologie: διπλόος.

Spanish (DGE)

-ΐδος, ἡ

• Alolema(s): διπλοιίς PSI 569.11 (III a.C.)
1 manto o capa doble, PSI l.c., PCair.Zen.176.253 (III a.C.), AP 7.65 (Antip.Sid.), OClaud.129.9 (II d.C.), Eus.HE 7.18.2, llevada por Samuel como vestidura litúrgica, LXX 1Re.2.19, I.AI 6.333, Origenes Engast.3 (p.285), Gr.Naz.M.36.596A, Gr.Nyss.Pss.153.3.
2 medic. diploe tejido óseo esponjoso entre las paredes de los huesos craneales, Hp.Morb.2.23, Hippiatr.17.1.
3 base, fondo de masa espesa para cierta empanada, Apic.141, 142.

Greek Monolingual

διπλοΐς, η (Α) διπλούς·1. διπλός μανδύας που τυλίγεται στο σώμα δύο φορές
2. ο μανδύας τών Κυνικών
3. η διπλόη του κρανίου
4. απόστημα στα αφτιά τών αλόγων.

Greek Monotonic

διπλοΐς: -ΐδος, ἡ, διπλό ρούχο, όπως το δίπλαξ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

διπλοΐς: ΐδος ἡ Anth. = δίπλαξ II.