θρανίον: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρᾱνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θρᾶνος]], Ἀριστοφ. Βατρ. 121, Αἰλ. π. Ζ. 16. 33· τὸ [[θρανίον]] τοῦ κωπηλάτου, [[Πολυδ]]. Α΄, 94. 2) = [[λάσανα]], ἀφοδευτήριος [[δίφρος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[θρανίον]] καὶ [[λάσανα]]. 3) = [[ὑποπόδιον]] Ἡσύχ. 4) «τὸ ὑπὸ τοῖς φατνώμασι [[σανίδωμα]]» Ἡσύχ.
|lstext='''θρᾱνίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[θρᾶνος]], Ἀριστοφ. Βατρ. 121, Αἰλ. π. Ζ. 16. 33· τὸ [[θρανίον]] τοῦ κωπηλάτου, Πολυδ. Α΄, 94. 2) = [[λάσανα]], ἀφοδευτήριος [[δίφρος]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[θρανίον]] καὶ [[λάσανα]]. 3) = [[ὑποπόδιον]] Ἡσύχ. 4) «τὸ ὑπὸ τοῖς φατνώμασι [[σανίδωμα]]» Ἡσύχ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾱνίον Medium diacritics: θρανίον Low diacritics: θρανίον Capitals: ΘΡΑΝΙΟΝ
Transliteration A: thraníon Transliteration B: thranion Transliteration C: thranion Beta Code: qrani/on

English (LSJ)

τό,=foreg., Id.Ra.121, Ael.NA16.33;

   A the rower's bench, Poll.1.94 (pl., with v.l. θρανεῖα).    2 close-stool, Hsch.    3 = θρᾶνος 11.1,2, Id.

German (Pape)

[Seite 1215] τό, dim. von θρᾶνος, ein Stühlchen, Bänkchen, VLL.; Ar. Ran. 121 ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου, Strick u. Schemel, wie es beim Hängen gebraucht wird; Ael. N. A. 16, 33. – Nach Poll. 1, 94 auch = Ruderbank.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾱνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρᾶνος, Ἀριστοφ. Βατρ. 121, Αἰλ. π. Ζ. 16. 33· τὸ θρανίον τοῦ κωπηλάτου, Πολυδ. Α΄, 94. 2) = λάσανα, ἀφοδευτήριος δίφρος, Ἡσύχ. ἐν λ. θρανίον καὶ λάσανα. 3) = ὑποπόδιον Ἡσύχ. 4) «τὸ ὑπὸ τοῖς φατνώμασι σανίδωμα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
banc, escabeau.
Étymologie: θρᾶνος.

Greek Monotonic

θρᾱνίον: τό, υποκορ. του θρᾶνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾱνίον: τό [demin. к θρᾶνος скамейка или стул Arph.