καταγώνισις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰγώνισις''': -εως, ἡ, [[νίκη]], Γλωσσ.· [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κατάγωσις·- [[ὡσαύτως]] καταγωνισμός, ὁ, [[Πολυδ]]. Θ´ 142.
|lstext='''κατᾰγώνισις''': -εως, ἡ, [[νίκη]], Γλωσσ.· [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κατάγωσις·- [[ὡσαύτως]] καταγωνισμός, ὁ, Πολυδ. Θ´ 142.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγώνισις]], ἡ (Α) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[νίκη]], [[κατίσχυση]].
|mltxt=[[καταγώνισις]], ἡ (Α) [[καταγωνίζομαι]]<br />[[νίκη]], [[κατίσχυση]].
}}
}}

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγώνισις Medium diacritics: καταγώνισις Low diacritics: καταγώνισις Capitals: ΚΑΤΑΓΩΝΙΣΙΣ
Transliteration A: katagṓnisis Transliteration B: katagōnisis Transliteration C: katagonisis Beta Code: katagw/nisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A conquest, Gloss., Hsch. (κατάγωσις cod.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, das Niederkämpfen, die Ueberwältigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώνισις: -εως, ἡ, νίκη, Γλωσσ.· οὕτως ἀναγνωστέον παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κατάγωσις·- ὡσαύτως καταγωνισμός, ὁ, Πολυδ. Θ´ 142.

Greek Monolingual

καταγώνισις, ἡ (Α) καταγωνίζομαι
νίκη, κατίσχυση.