κορδακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κορδᾱκίζω''': μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, [[Πολυδ]]. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.
|lstext='''κορδᾱκίζω''': μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 20:30, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκίζω Medium diacritics: κορδακίζω Low diacritics: κορδακίζω Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΖΩ
Transliteration A: kordakízō Transliteration B: kordakizō Transliteration C: kordakizo Beta Code: kordaki/zw

English (LSJ)

   A dance the κόρδαξ, Hyp.Phil.7, D.Chr.33.9, D.C.50.27, Jul.Mis.350b.

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκίζω: μέλλ. -ίσω, τὸν κόρδακα ὀρχοῦμαι, Πολυδ. Ϛ΄ 123, Α. Β. 101, κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ρήτορες (Walz) 1. 570.

French (Bailly abrégé)

danser le κόρδαξ.

Greek Monolingual

κορδακίζω) κόρδαξ
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) εμφανίζομαι ντυμένος άσεμνα, ασχημονώ
αρχ.
χορεύω τον κόρδακα, άσεμνο χορό.

Greek Monotonic

κορδᾰκίζω: μέλ. -σω, χορεύω τον κόρδακα.

Middle Liddell

κορδᾰκίζω, fut. -σω
to dance the κόρδαξ.