κύβωλον: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(22) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κύβωλον''': τό, = [[κύβιτον]], | |lstext='''κύβωλον''': τό, = [[κύβιτον]], Πολυδ. Βϳ, 141. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύβωλον]], τὸ (Α)<br />το [[κύβιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[προϊόν]] συμφυρμού τών λ. [[κύβιτον]] «[[αγκώνας]]» <span style="color: red;">+</span> [[ὠλένη]] «το [[κάτω]] [[μέρος]] του βραχίονα»]. | |mltxt=[[κύβωλον]], τὸ (Α)<br />το [[κύβιτον]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για [[προϊόν]] συμφυρμού τών λ. [[κύβιτον]] «[[αγκώνας]]» <span style="color: red;">+</span> [[ὠλένη]] «το [[κάτω]] [[μέρος]] του βραχίονα»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A = κύβιτον, Poll.2.141.
German (Pape)
[Seite 1523] τό, = κύβιτον, Poll. 2, 141.
Greek (Liddell-Scott)
κύβωλον: τό, = κύβιτον, Πολυδ. Βϳ, 141.
Greek Monolingual
κύβωλον, τὸ (Α)
το κύβιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κύβιτον «αγκώνας» + ὠλένη «το κάτω μέρος του βραχίονα»].