κύβωλον

From LSJ

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβωλον Medium diacritics: κύβωλον Low diacritics: κύβωλον Capitals: ΚΥΒΩΛΟΝ
Transliteration A: kýbōlon Transliteration B: kybōlon Transliteration C: kyvolon Beta Code: ku/bwlon

English (LSJ)

τό, = κύβιτον, Poll.2.141.

German (Pape)

[Seite 1523] τό, = κύβιτον, Poll. 2, 141.

Greek (Liddell-Scott)

κύβωλον: τό, = κύβιτον, Πολυδ. Βϳ, 141.

Greek Monolingual

κύβωλον, τὸ (Α)
το κύβιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κύβιτον «αγκώνας» + ὠλένη «το κάτω μέρος του βραχίονα»].