ξενόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν [[ξένως]] ἢ παραδόξως, [[Πολυδ]]. Β΄, 113.
|lstext='''ξενόφωνος''': -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν [[ξένως]] ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ξενόφωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με ξενική [[προφορά]]<br /><b>2.</b> [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ξενόφωνος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μιλά με ξενική [[προφορά]]<br /><b>2.</b> [[ξενόγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 20:42, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενόφωνος Medium diacritics: ξενόφωνος Low diacritics: ξενόφωνος Capitals: ΞΕΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: xenóphōnos Transliteration B: xenophōnos Transliteration C: ksenofonos Beta Code: ceno/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A speaking or sounding strange, rejected by Poll.2.113.

German (Pape)

[Seite 278] fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.

Greek (Liddell-Scott)

ξενόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν ξένως ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].