παραγκαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραγκᾰλίζομαι''': [[ἐναγκαλίζομαι]], [[λαμβάνω]] τι εἰς τὰς ἀγκάλας μου, [[Πολυδ]]. Β΄, 139· «παραγκαλιζόμενος ὁ [[πέπων]] τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ [[ὑπέρωρος]] τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθότιτθον νέανιδα» Νικήτ. Χων. Ἀνδρόν. (ἀμάρτυρον ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου).
|lstext='''παραγκᾰλίζομαι''': [[ἐναγκαλίζομαι]], [[λαμβάνω]] τι εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Πολυδ. Β΄, 139· «παραγκαλιζόμενος ὁ [[πέπων]] τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ [[ὑπέρωρος]] τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθότιτθον νέανιδα» Νικήτ. Χων. Ἀνδρόν. (ἀμάρτυρον ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[παίρνω]] κάποιον στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]], [[εναγκαλίζομαι]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[παίρνω]] κάποιον στην [[αγκαλιά]] μου, [[αγκαλιάζω]], [[εναγκαλίζομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραγκᾰλίζομαι Medium diacritics: παραγκαλίζομαι Low diacritics: παραγκαλίζομαι Capitals: ΠΑΡΑΓΚΑΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: parankalízomai Transliteration B: parankalizomai Transliteration C: paragkalizomai Beta Code: paragkali/zomai

English (LSJ)

   A take into one's arms, Poll.2.139.

German (Pape)

[Seite 474] in die Arme nehmen, Poll. 2, 139 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παραγκᾰλίζομαι: ἐναγκαλίζομαι, λαμβάνω τι εἰς τὰς ἀγκάλας μου, Πολυδ. Β΄, 139· «παραγκαλιζόμενος ὁ πέπων τὴν ὀμφακίζουσαν, ὁ ὑπέρωρος τὴν ἡλικίαν τὴν ὀρθότιτθον νέανιδα» Νικήτ. Χων. Ἀνδρόν. (ἀμάρτυρον ἐκ τοῦ Θησ. Στεφάνου).

Greek Monolingual

ΜΑ
παίρνω κάποιον στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω, εναγκαλίζομαι.