παλίνδικος: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ | |lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])]. | |mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A litigious, Crates Com.51.
German (Pape)
[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.
Greek Monolingual
παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].