προλόβιον: Difference between revisions
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προλόβιον''': τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον [[προλόβιον]]» | |lstext='''προλόβιον''': τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες [[μέρος]] τοῦ [[ὠτός]], «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον [[προλόβιον]]» Πολυδ. Β΄, 85. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[πρόλοβος]]<br />το κατώτατο σαρκώδες [[τμήμα]] του αφτιού. | |mltxt=τὸ, Α [[πρόλοβος]]<br />το κατώτατο σαρκώδες [[τμήμα]] του αφτιού. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:50, 7 July 2020
English (LSJ)
τό,
A lower lobe of the ear, Poll.2.85, Hsch.; cf. προβόλιον.
German (Pape)
[Seite 733] τό, das äußerste, hangende Ohrläppchen, Poll. 2, 85 u. Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προλόβιον: τό, τὸ κατώτατον σαρκῶδες μέρος τοῦ ὠτός, «τοῦ λοβοῦ τὸ προῦχον προλόβιον» Πολυδ. Β΄, 85.