προόδους: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προόδους''': όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, [[Πολυδ]]. Β΄, 96. ― [[ὡσαύτως]] [[προώδων]], -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.
|lstext='''προόδους''': όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― [[ὡσαύτως]] [[προώδων]], -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οντος, ο, η, ΝΑ<br />αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όδους</i>)].
|mltxt=-οντος, ο, η, ΝΑ<br />αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μον</i>-<i>όδους</i>)].
}}
}}

Revision as of 20:50, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προόδους Medium diacritics: προόδους Low diacritics: προόδους Capitals: ΠΡΟΟΔΟΥΣ
Transliteration A: proódous Transliteration B: proodous Transliteration C: proodous Beta Code: proo/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A with prominent teeth, Poll.2.96 cod.A: also προ-όδων, Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 737] οντος, mit vorstehenden Zähnen, Poll. 2, 96; s. auch προώδων.

Greek (Liddell-Scott)

προόδους: όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― ὡσαύτως προώδων, -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.

Greek Monolingual

-οντος, ο, η, ΝΑ
αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. μον-όδους)].