πρῳράτης: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(1b) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρῳράτης''': [ᾱ], ὁ, [[πρῳρεύς]], ἀντίθετ. τῷ [[πρυμνήτης]], prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, | |lstext='''πρῳράτης''': [ᾱ], ὁ, [[πρῳρεύς]], ἀντίθετ. τῷ [[πρυμνήτης]], prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,= πρῳρεύς, opp. πρυμνήτης, X.Ath.1.2, Poll.1.95: metaph.,
A π. στρατοῦ S.Fr.524.1.
Greek (Liddell-Scott)
πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, πρῳρεύς, ἀντίθετ. τῷ πρυμνήτης, prorēta (Plaut.), Ξεν. Ἀθην. 1. 2, Πολυδ. Α΄, 95· μεταφορ., πρ. στρατοῦ Σοφ. Ἀποσπ. 470.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pilote en second litt. « qui se tient à la proue ».
Étymologie: πρῴρα.
Greek Monotonic
πρῳράτης: [ᾱ], ὁ, = πρῳρεύς, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πρῳράτης: ου (ᾱ) ὁ
1) помощник кормчего (находившийся на носу и командовавший гребцами) Xen.;
2) предводитель (στρατοῦ Soph.).
Middle Liddell
πρῳρά¯της, ου, ὁ, = πρῳρεύς, Xen.]