σιδηροφυής: Difference between revisions

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σῐδηροφυής''': -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν [[σιδηροῦς]] ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ [[Πολυδ]]. Ζ΄, 106, [[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, [[φυσητήριον]] σιδηρουργοῦ.
|lstext='''σῐδηροφυής''': -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν [[σιδηροῦς]] ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 106, [[ἔνθα]] ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, [[φυσητήριον]] σιδηρουργοῦ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[φύση]] σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ῥιζο</i>-<i>φυής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από σίδηρο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει την [[φύση]] σιδήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i> / [[φύομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>ῥιζο</i>-<i>φυής</i>].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροφῠής Medium diacritics: σιδηροφυής Low diacritics: σιδηροφυής Capitals: ΣΙΔΗΡΟΦΥΗΣ
Transliteration A: sidērophyḗs Transliteration B: sidērophyēs Transliteration C: sidirofyis Beta Code: sidhrofuh/s

English (LSJ)

ές, (φύω)

   A of iron nature, dub. l. in Poll.7.106, where Bekker (after cod. A, -φύσσα) reads σιδηρόφῡσα, forge-bellows.

German (Pape)

[Seite 880] ές, aus Eisen geschaffen, von eiserner Natur, nach Poll. 7, 106 Inschrift auf ciner Bildsäule des Eisenarbeiters Xanthias.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροφυής: -ές, (φύω) ὁ τὴν φύσιν σιδηροῦς ἢ τὴν κατασκευήν, ἀμφίβ. γραφὴ παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 106, ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. ἀναγινώσκει σιδηρόφυσα, φυσητήριον σιδηρουργοῦ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. κατασκευασμένος από σίδηρο
2. αυτός που έχει την φύση σιδήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ῥιζο-φυής].