πώλημα: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πώλημα''': τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον [[πρᾶγμα]], ἢ ἡ [[πώλησις]] ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, | |lstext='''πώλημα''': τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον [[πρᾶγμα]], ἢ ἡ [[πώλησις]] ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, Πολυδ. Γ´, 127, Ζ´, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πωλῶ]]<br /><b>1.</b> το [[προς]] [[πώληση]] [[εμπόρευμα]]<br /><b>2.</b> η [[πώληση]]. | |mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πωλῶ]]<br /><b>1.</b> το [[προς]] [[πώληση]] [[εμπόρευμα]]<br /><b>2.</b> η [[πώληση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A thing sold or sale, IG14.426 i 9, 430 ii 23 (Tauromenium), X.ap.Poll.3.127, 7.8.
German (Pape)
[Seite 827] τό, was verkauft wird, Handelsgegenstand, Poll. 3, 127 aus Xen.
Greek (Liddell-Scott)
πώλημα: τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον πρᾶγμα, ἢ ἡ πώλησις ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, Πολυδ. Γ´, 127, Ζ´, 8.