πώλημα: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πώλημα''': τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον [[πρᾶγμα]], ἢ ἡ [[πώλησις]] ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, [[Πολυδ]]. Γ´, 127, Ζ´, 8.
|lstext='''πώλημα''': τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον [[πρᾶγμα]], ἢ ἡ [[πώλησις]] ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, Πολυδ. Γ´, 127, Ζ´, 8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πωλῶ]]<br /><b>1.</b> το [[προς]] [[πώληση]] [[εμπόρευμα]]<br /><b>2.</b> η [[πώληση]].
|mltxt=-ήματος, τὸ, Α [[πωλῶ]]<br /><b>1.</b> το [[προς]] [[πώληση]] [[εμπόρευμα]]<br /><b>2.</b> η [[πώληση]].
}}
}}

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πώλημα Medium diacritics: πώλημα Low diacritics: πώλημα Capitals: ΠΩΛΗΜΑ
Transliteration A: pṓlēma Transliteration B: pōlēma Transliteration C: polima Beta Code: pw/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A thing sold or sale, IG14.426 i 9, 430 ii 23 (Tauromenium), X.ap.Poll.3.127, 7.8.

German (Pape)

[Seite 827] τό, was verkauft wird, Handelsgegenstand, Poll. 3, 127 aus Xen.

Greek (Liddell-Scott)

πώλημα: τό, τὸ πιπρασκόμενον ὤνιον, τὸ πωλούμενον πρᾶγμα, ἢ ἡ πώλησις ὡς καὶ νῦν, Συλλ. Ἐπιγρ. 5640 IV. 23, Πολυδ. Γ´, 127, Ζ´, 8.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α πωλῶ
1. το προς πώληση εμπόρευμα
2. η πώληση.