στράβηλος: Difference between revisions
(CSV import) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κοχλίας]] («στράβηλοι<br />κοχλίαι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», <b> | |mltxt=ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[κοχλίας]] («στράβηλοι<br />κοχλίαι», <b>Ησύχ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στραβ</i>- του <i>στρεβ</i>-<i>λός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τράχ</i>-<i>ηλος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 21:00, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ and ἡ,
A snail or shell-fish, ἁλία σ. S.Fr.324, cf. Arist.Fr.304, Speus. ap. Ath.3.86c. II wild olive, Pherecr.13 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, statt στράβαλος, ein gewundener, gedrehter Körper, wic στρόβιλος u. στρόμβος, bes. eine Schnecke, Soph. frg. 299 bei Ath. III, 86 d. – Bei Phereer. Ath. VII, 316 e, nach Poll. 6, 45, die Frucht des wilden Oelbaums.
Greek (Liddell-Scott)
στράβηλος: [ᾰ], ὁ καὶ ἡ, (στρέφω) ζωΰφιον συνεστραμμένον καὶ ἑλικοειδῶς βαῖνον (πρβλ. στρόβιλος), κοχλίας, Σοφ. Ἀποσπ. 209, Ἀριστ. Ἀποσπ 287, Ἀθήν. 86C κἑξ. ΙΙ. ἀγρία ἐλαία, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρ» 2.
Greek Monolingual
ό, ἡ, Α
1. κοχλίας («στράβηλοι
κοχλίαι», Ησύχ.)
2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -ηλος (πρβλ. τράχ-ηλος)].
Russian (Dvoretsky)
στράβηλος: (ᾰ) ὁ улитка или раковина Soph., Arst.