ἀμπελουργία: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμπελουργία''': τὸ περιποιεῖσθαι, καλλιεργεῖν ἀμπέλους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 2· καὶ ἀμπελούργημα, τό, τὸ ἀμπελουργεῖν, | |lstext='''ἀμπελουργία''': τὸ περιποιεῖσθαι, καλλιεργεῖν ἀμπέλους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 2· καὶ ἀμπελούργημα, τό, τὸ ἀμπελουργεῖν, Πολυδ. 7. 140. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A vine-dressing, Thphr.CP3.14.2, Luc.Salt.40: in pl., vineyards, Lib. Or.11.234, Poll.1.228.
German (Pape)
[Seite 129] ἡ, Weinbergarbeit, Theophr.; Luc. salt. 40; Weinberg, Poll. 1, 228.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργία: τὸ περιποιεῖσθαι, καλλιεργεῖν ἀμπέλους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 2· καὶ ἀμπελούργημα, τό, τὸ ἀμπελουργεῖν, Πολυδ. 7. 140.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cultivo o cuidado de la vid Thphr.CP 3.14.2, Luc.Salt.40, D.C.40.27, Poll.7.140, Gr.Nyss.Hom.in Cant.453.17, SB 9778.16 (VI a.C.).
2 plu. viñedos Lib.Or.11.234, Poll.1.228.
Greek Monolingual
η (Α ἀμπελουργία) ἀμπελουργός
η καλλιέργεια της αμπέλου.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελουργία: ἡ Luc. = ἀμπελουργική.