φιλοσκωμμοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλοσκωμμοσύνη''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, | |lstext='''φῐλοσκωμμοσύνη''': ἡ, [[ἀγάπη]] πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλοσκώμμων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[αγάπη]] [[προς]] τα σκώμματα, η σκωπτική [[διάθεση]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλοσκώμμων]], -<i>ονος</i>]<br />η [[αγάπη]] [[προς]] τα σκώμματα, η σκωπτική [[διάθεση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A fondness for scoffing or jesting, Poll.5.161.
German (Pape)
[Seite 1285] ἡ, Neigung, Hang zum Spotten, Poll. 5, 161.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσκωμμοσύνη: ἡ, ἀγάπη πρὸς τὰ σκώμματα, ἢ τοὺς ἀστεϊσμούς, Πολυδ. Ε΄, 161.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φιλοσκώμμων, -ονος]
η αγάπη προς τα σκώμματα, η σκωπτική διάθεση.