ἀνυπόστολος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπόστολος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, [[ἐλεύθερος]], [[παρρησιαστικός]], [[ἄφοβος]], [[ῥήτωρ]] [[Πολυδ]]. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως [[Πολυδ]]. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ.
|lstext='''ἀνυπόστολος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, [[ἐλεύθερος]], [[παρρησιαστικός]], [[ἄφοβος]], [[ῥήτωρ]] Πολυδ. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως Πολυδ. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene disimulo]], [[franco]]de un orador, Poll.4.21, τὰν τᾶς πόλιος ἀνυπό[σ] τολον εὐχαριστίαν <i>SEG</i> 26.1817.58 (Arsínoe, Cirenaica II/I a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυπόστολον τῆς ὀργῆς I.<i>AI</i> 16.69.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[francamente]] ἐβόα ... ἀνδρείως τε καὶ ἀνυποστόλως D.Chr.13.16, δεικνύειν Phld.<i>Lib</i>.4p.19, cf. <i>Rh</i>.2.14.21Aur., Alciphr.2.37.3.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene disimulo]], [[franco]]de un orador, Poll.4.21, τὰν τᾶς πόλιος ἀνυπό[σ] τολον εὐχαριστίαν <i>SEG</i> 26.1817.58 (Arsínoe, Cirenaica II/I a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀνυπόστολον τῆς ὀργῆς I.<i>AI</i> 16.69.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[francamente]] ἐβόα ... ἀνδρείως τε καὶ ἀνυποστόλως D.Chr.13.16, δεικνύειν Phld.<i>Lib</i>.4p.19, cf. <i>Rh</i>.2.14.21Aur., Alciphr.2.37.3.
}}
}}

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπόστολος Medium diacritics: ἀνυπόστολος Low diacritics: ανυπόστολος Capitals: ΑΝΥΠΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: anypóstolos Transliteration B: anypostolos Transliteration C: anypostolos Beta Code: a)nupo/stolos

English (LSJ)

ον,

   A using no concealment, frank, fearless, ῥήτωρ Poll.4.21; τὸ ἀ. τῆς ὀργῆς J.AJ16.3.1. Adv. -λως D.Chr.13.16, Phld.Rh.1.109S., Alciphr.3.39, etc.

German (Pape)

[Seite 266] unverhohlen, ohne Scheu, Sp., wie Ios.; auch adv. -στόλως, z. B. ὁμιλεῖν Alciphr. 3, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπόστολος: -ον, ὁ μὴ ὑποκρυπτόμενος, ἐλεύθερος, παρρησιαστικός, ἄφοβος, ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 21· τὸ τῆς ὀργῆς ἀνυπόστολον Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 16, 3, 1. - Ἐπίρρ. -λως Πολυδ. Δ΄, 24, Ἀλκίφρ. 3. 39, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene disimulo, francode un orador, Poll.4.21, τὰν τᾶς πόλιος ἀνυπό[σ] τολον εὐχαριστίαν SEG 26.1817.58 (Arsínoe, Cirenaica II/I a.C.)
subst. τὸ ἀνυπόστολον τῆς ὀργῆς I.AI 16.69.
2 adv. -ως francamente ἐβόα ... ἀνδρείως τε καὶ ἀνυποστόλως D.Chr.13.16, δεικνύειν Phld.Lib.4p.19, cf. Rh.2.14.21Aur., Alciphr.2.37.3.