ἐμπεριγράφω: Difference between revisions
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπεριγράφω''': [[ἐμπεριλαμβάνω]], Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, | |lstext='''ἐμπεριγράφω''': [[ἐμπεριλαμβάνω]], Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· [[περιγράφω]], Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:15, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ],
A comprehend in a thing, v.l. for συμπ-, S.E.P.1.206 (Pass.); describe around, κύκλον τηλία Poll.9.108.
German (Pape)
[Seite 812] darin umschreiben, einschließen, Sext. Emp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεριγράφω: ἐμπεριλαμβάνω, Σέξτος Ἐμ. Π. 1. 206, Πολυδ. Θ΄, 108· περιγράφω, Εὐστ. Ἰλ. σ. 126. 3.
Spanish (DGE)
circunscribir τηλίᾳ ... κύκλον ἐμπεριγράψαντες ἐνίστασαν τοὺς ὄρτυγας habiendo circunscrito un círculo en el reñidero colocaban las codornices Poll.9.108, en v. pas. ἐμπεριγεγράφθω κύκλος Hero Geom.24.28, οὐ γὰρ Θεὸς ... μητρικαῖς ὠλέναις ἐμπεριγράφεται Ath.Al.M.28.976C, ἡ δὲ ψυχὴ ... ἐστι ... οὐκ ἐκ τῆς οἰκείας φύσεως ἐμπεριγραφομένη τόποις y el alma ... no por su propia naturaleza está circunscrita a lugares Gr.Nyss.Hom.Par.80.12, ἡ γὰρ παρήχησις οὐ μιᾷ μόνῃ λέξει ἐμπεριγράφεται Eust.126.3.
Greek Monolingual
ἐμπεριγράφω (AM)
μσν.
προσδιορίζω, περιγράφω
αρχ.
1. περιορίζω, περικλείω
2. περιγράφω, χαράζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεριγράφω: (в чем-л.) описывать, выражать Sext.