ἐφετίνδα: Difference between revisions

From LSJ

ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφετίνδα''': παίζειν (Ἐπίρρ.), «[[εἶδος]] παιδιᾶς, [[ὅταν]] σφαῖραν [[ἄλλῃ]] προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι» Ἡσύχ. - «[[ἐφετίνδα]] [[ὄνομα]] παιδιᾶς φενακικῆς. Ὡς γὰρ Ἀριστοφάνης φησὶ τὸ [[ὀστρακίνδα]] παρὰ τὸ [[ὄστρακον]] ἀναπλάσας, αἰνιττόμενος τὸν ἐξοστρακισμόν, οὕτω Κρατῖνος ἀνέπλασε τὸ [[ἐφετίνδα]], παρὰ τὰς ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινομένας ἐφέσεις» Ἐτυμ. Μ. 402. 39· - «ἡ δὲ [[ἐφετίνδα]], ὥς ἐστιν εἰκάζειν, [[ὄστρακον]] ἀφέντα ἐς κύκλον ἐχρῆν συμμετρήσασθαι, ὡς ἐντὸς τοῦ κύκλου στῇ» [[Πολυδ]]. Θ΄, 117.
|lstext='''ἐφετίνδα''': παίζειν (Ἐπίρρ.), «[[εἶδος]] παιδιᾶς, [[ὅταν]] σφαῖραν [[ἄλλῃ]] προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι» Ἡσύχ. - «[[ἐφετίνδα]] [[ὄνομα]] παιδιᾶς φενακικῆς. Ὡς γὰρ Ἀριστοφάνης φησὶ τὸ [[ὀστρακίνδα]] παρὰ τὸ [[ὄστρακον]] ἀναπλάσας, αἰνιττόμενος τὸν ἐξοστρακισμόν, οὕτω Κρατῖνος ἀνέπλασε τὸ [[ἐφετίνδα]], παρὰ τὰς ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινομένας ἐφέσεις» Ἐτυμ. Μ. 402. 39· - «ἡ δὲ [[ἐφετίνδα]], ὥς ἐστιν εἰκάζειν, [[ὄστρακον]] ἀφέντα ἐς κύκλον ἐχρῆν συμμετρήσασθαι, ὡς ἐντὸς τοῦ κύκλου στῇ» Πολυδ. Θ΄, 117.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφετίνδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐφετίνδα]] παίζειν<br />[[εἶδος]] παιδιᾱς, [[ὅταν]] σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐφετὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐφίημι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἔφεσις]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀκινητ</i>-[[ίνδα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ακίνητος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίνδα]]), <i>διελκυστ</i>-[[ίνδα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>διελκυστός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ίνδα]])].
|mltxt=[[ἐφετίνδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐφετίνδα]] παίζειν<br />[[εἶδος]] παιδιᾱς, [[ὅταν]] σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἐφετὸς</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἐφίημι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἔφεσις]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίνδα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀκινητ</i>-[[ίνδα]] (<span style="color: red;"><</span> [[ακίνητος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίνδα]]), <i>διελκυστ</i>-[[ίνδα]] (<span style="color: red;"><</span> <i>διελκυστός</i> <span style="color: red;">+</span> -[[ίνδα]])].
}}
}}

Revision as of 21:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφετίνδα Medium diacritics: ἐφετίνδα Low diacritics: εφετίνδα Capitals: ΕΦΕΤΙΝΔΑ
Transliteration A: ephetínda Transliteration B: ephetinda Transliteration C: efetinda Beta Code: e)feti/nda

English (LSJ)

παίζειν, Adv., play at

   A catch-ball (with play on ἔφεσις 1.2), Cratin.415.

German (Pape)

[Seite 1116] adv., mit ausgelassenem παίζειν, eine Art Ballspiel, nach Phot. lex. ὅταν ἄλλῳ προδείξαντες τὴν σφαῖραν ἄλλῳ ἀφῶσιν, od. richtiger ἐφῶσιν (Hesych. ἀλλαχῆ βάλλωσι); die Alten dachten bei der Ableitung an φενακίζω; E. M. erwähnt p. 402, 41, daß Cratin. es auf die Richter übertragen, ἀνέπλασε παρὰ τὰς ἐν τοῖς δικαστηρίοις γενομένας ἐφέσεις, womit er komisch die Unsicherheit der gerichtlichen Entscheidungen, die auf eine Partei zu zielen schienen u. die andere trafen, bezeichnete.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφετίνδα: παίζειν (Ἐπίρρ.), «εἶδος παιδιᾶς, ὅταν σφαῖραν ἄλλῃ προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι» Ἡσύχ. - «ἐφετίνδα ὄνομα παιδιᾶς φενακικῆς. Ὡς γὰρ Ἀριστοφάνης φησὶ τὸ ὀστρακίνδα παρὰ τὸ ὄστρακον ἀναπλάσας, αἰνιττόμενος τὸν ἐξοστρακισμόν, οὕτω Κρατῖνος ἀνέπλασε τὸ ἐφετίνδα, παρὰ τὰς ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινομένας ἐφέσεις» Ἐτυμ. Μ. 402. 39· - «ἡ δὲ ἐφετίνδα, ὥς ἐστιν εἰκάζειν, ὄστρακον ἀφέντα ἐς κύκλον ἐχρῆν συμμετρήσασθαι, ὡς ἐντὸς τοῦ κύκλου στῇ» Πολυδ. Θ΄, 117.

Greek Monolingual

ἐφετίνδα (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζειν
εἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ἀκινητ-ίνδα (< ακίνητος + -ίνδα), διελκυστ-ίνδα (< διελκυστός + -ίνδα)].