αὐτώδης: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftodis | |Transliteration C=aftodis | ||
|Beta Code=au)tw/dhs | |Beta Code=au)tw/dhs | ||
|Definition=ες, Ion. for | |Definition=ες, Ion. for [[αὐθάδης]], acc. to <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>74.9</span>, Hsch.: but <span class="bibl">Hdt.6.92</span> has [[αὐθαδέστεροι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 22:00, 7 July 2020
English (LSJ)
ες, Ion. for αὐθάδης, acc. to A.D.Pron.74.9, Hsch.: but Hdt.6.92 has αὐθαδέστεροι.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτώδης: -ες, Ἰων. ἀντὶ αὐθάδης Ἀπολλώνιος π. Ἀντων. 354C, Ἡσύχ. ἀλλ' ἐν Ἡρόδ. 6. 92 ὑπάρχει ὁ κοινὸς τύπος αὐθαδέστερον.
Spanish (DGE)
v. αὐθάδης.
Greek Monolingual
αὐτώδης, -ες (Α)
ο αυθάδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τ. που προήλθε με συναίρεση και ιωνική ψίλωση < αυτοFάδης < αυτός + Faδ-, αδείν (ανδάνω), άδος (βλ. και λ. αυθάδης)].