θελκτικός: Difference between revisions
From LSJ
μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides
(16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thelktikos | |Transliteration C=thelktikos | ||
|Beta Code=qelktiko/s | |Beta Code=qelktiko/s | ||
|Definition=ή, όν,= foreg., | |Definition=ή, όν,= foreg., [[δύναμις]] Sch.<span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>211</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:50, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,= foreg., δύναμις Sch.E.Or.211.
German (Pape)
[Seite 1193] dasselbe, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.
Greek (Liddell-Scott)
θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.