νωγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(27)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nogaleos
|Transliteration C=nogaleos
|Beta Code=nwgale/os
|Beta Code=nwgale/os
|Definition=<b class="b3">λαμπρός</b>, Zonar. Adv. -έως Id.
|Definition=[[λαμπρός]], Zonar. Adv. -έως Id.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νωγαλέος]] (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «[[λαμπρός]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νωγαλέως</i> (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[γλώσσα]] που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, [[παρά]] την [[ομοιότητα]] στη [[μορφή]], δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. [[νώγαλα]] «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό [[είναι]] ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].
|mltxt=[[νωγαλέος]] (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «[[λαμπρός]]». <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νωγαλέως</i> (Α)<br />([[κατά]] τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[γλώσσα]] που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, [[παρά]] την [[ομοιότητα]] στη [[μορφή]], δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. [[νώγαλα]] «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό [[είναι]] ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].
}}
}}

Revision as of 09:50, 8 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωγᾰλέος Medium diacritics: νωγαλέος Low diacritics: νωγαλέος Capitals: ΝΩΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nōgaléos Transliteration B: nōgaleos Transliteration C: nogaleos Beta Code: nwgale/os

English (LSJ)

λαμπρός, Zonar. Adv. -έως Id.

Greek Monolingual

νωγαλέος (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρός».
επίρρ...
νωγαλέως (Α)
(κατά τον Ζωναρ.) «λαμπρῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για γλώσσα που παραδίδεται από τον Ζωναρά και η οποία, παρά την ομοιότητα στη μορφή, δεν μπορεί να συνδεθεί ανεπιφύλακτα με τη λ. νώγαλα «ορεκτικά εδέσματα». Πιο πιθανό είναι ότι πρόκειται για παρεφθαρμένο τ.].