νωρεῖ: Difference between revisions
Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=norei | |Transliteration C=norei | ||
|Beta Code=nwrei= | |Beta Code=nwrei= | ||
|Definition= | |Definition=[[ἐνεργεῖ]], Hsch. νώρεμνος· <b class="b3">μέγας, πολύς</b>, Id. ; but also, <b class="b3">κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς</b>, Id. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: | |etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[ἐνεργεῖ]]<br />Etymology: One compared Lith. <b class="b2">nóras</b> [[will]] and <b class="b2">nóriu</b>, <b class="b2">norė́ti</b> [[will]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:50, 8 July 2020
English (LSJ)
ἐνεργεῖ, Hsch. νώρεμνος· μέγας, πολύς, Id. ; but also, κατώτατος, ἀσθενής, ἔσχατος, πλατύς, Id.
Greek (Liddell-Scott)
νωρεῖ: «ἐνεργεῖ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νωρεῑ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ- της ΙΕ ρίζας -ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu -eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει συνδεθεί με τη λ. άνήρ με την έννοια του άντρα που ενεργεί. Απορίες, ωστόσο, γεννά το ότι οι ελλ. τύποι που ανάγονται στην ΙΕ ρίζα -ner, δηλ. το ἀνήρ και τα παράγωγα του, εμφανίζουν προθεματικό φωνήεν α-, φωνήεν που δεν εμφανίζεται στο νωρεῖ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: ἐνεργεῖ
Etymology: One compared Lith. nóras will and nóriu, norė́ti will.