ανδρώνομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
(4)
 
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἀνδροῡμαι, -όομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, -όω)<br />(για νέο) [[ενηλικιώνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[ανδρείος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />παντρεύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) α) [[καθιστώ]] άνδρα κάποιον<br />β) [[προσδίδω]] [[ανδρεία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> έχω γενναία όψη.
|mltxt=(AM ἀνδοῦμαι, -όομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, -όω)<br />(για νέο) [[ενηλικιώνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[ανδρείος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />παντρεύομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (το ενεργ.) α) [[καθιστώ]] άνδρα κάποιον<br />β) [[προσδίδω]] [[ανδρεία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> έχω γενναία όψη.
}}
}}

Revision as of 18:20, 24 October 2020

Greek Monolingual

(AM ἀνδοῦμαι, -όομαι, ενεργ, ἀνδρῶ, -όω)
(για νέο) ενηλικιώνομαι
νεοελλ.
γίνομαι ανδρείος
μσν.-αρχ.
παντρεύομαι
αρχ.
1. (το ενεργ.) α) καθιστώ άνδρα κάποιον
β) προσδίδω ανδρεία
2. μέσ. έχω γενναία όψη.