ηπειρώ: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(16) |
m (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἠπειρῶ, -όω (Α) [[ήπειρος]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε ήπειρο, σε [[ξηρά]] («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=ἠπειρῶ, -όω (Α) [[ήπειρος]]<br /><b>1.</b> [[μεταβάλλω]] σε ήπειρο, σε [[ξηρά]] («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἠπειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[ήπειρος]], ενώνομαι με τη [[στεριά]] («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», <b>Θουκ.</b>). | ||
}} | }} |