παλινδαής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palindais | |Transliteration C=palindais | ||
|Beta Code=palindah/s | |Beta Code=palindah/s | ||
|Definition=ές, (Δάω) <span class="sense" | |Definition=ές, (Δάω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[learnt again]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:30, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, (Δάω) A learnt again, Hsch.
German (Pape)
[Seite 450] ές, = παλίγγνωστος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδᾰής: -ές, (*δάω) ὁ ἐκ νέου γνωσθείς, παλίγγνωστος, Ἡσύχιος.
Greek Monolingual
παλινδαής, -ές (Α)
αυτός που έγινε εκ νέου γνωστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. ἐ-δάην, αόρ. β' του αμάρτυρου δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής, ορθο-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].