προικῷος: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (Text replacement - "|" to "|") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proikoos | |Transliteration C=proikoos | ||
|Beta Code=proikw=|os | |Beta Code=proikw=|os | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense" | |Definition=α, ον, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> = [[προικιμαῖος]] <span class="bibl">2</span>, <span class="bibl"><span class="title">EM</span>582.29</span>, <span class="title">Gloss.</span></span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:50, 11 December 2020
English (LSJ)
α, ον, A = προικιμαῖος 2, EM582.29, Gloss.
German (Pape)
[Seite 725] = προικιμαῖος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προικῷος: -α, -ον, = προίκειος, παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 12. 534, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο / προικῷος, -ῴα, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προίκα ή αυτός που προέρχεται από προικοδότηση
νεοελλ.
φρ. «προικώο σύμφωνο» — το προικοσύμφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ῷος (πρβλ. πατρ-ῷος)].