συνεκλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneklamvano
|Transliteration C=syneklamvano
|Beta Code=suneklamba/nw
|Beta Code=suneklamba/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[take out together with]], τινί τι <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>2.3</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[farm]] taxes [[with]], σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>114.16</span> (ii B.C., <b class="b3">συνεγ-</b>).</span>
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[take out together with]], τινί τι <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Harm.</span>2.3</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[farm]] taxes [[with]], σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>114.16</span> (ii B.C., <b class="b3">συνεγ-</b>).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 07:50, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκλαμβάνω Medium diacritics: συνεκλαμβάνω Low diacritics: συνεκλαμβάνω Capitals: ΣΥΝΕΚΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: syneklambánō Transliteration B: syneklambanō Transliteration C: syneklamvano Beta Code: suneklamba/nw

English (LSJ)

   A take out together with, τινί τι Ptol.Harm.2.3 (Pass.).    II farm taxes with, σ. ἄλλοις τὴν αὐτὴν ἔγληψιν εἰς τὸ αὐτὸ ἔτος UPZ114.16 (ii B.C., συνεγ-).

Greek (Liddell-Scott)

συνεκλαμβάνω: λαμβάνω ἔξω ὁμοῦ μετά τινος, τινί τι Πτολεμ. Ἁρμον. 2. 3. ΙΙ. ἐκκλαμβάνω, ἐννοῶ ὁμοῦ, Βυζ.

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].

Greek Monolingual

ΜΑ
μσν.
εννοώ συγχρόνως
αρχ.
1. εκλαμβάνω κάτι μαζί με κάποιον («συνεκλαμβανομένων τοῑς συμφώνοις καὶ τῶν ὁμοφωνιῶν», Πτολ.)
2. μισθώνω φόρους μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκλαμβάνω «αντιλαμβάνομαι, παίρνω, αρπάζω»].