σφρίγος: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sfrigos | |Transliteration C=sfrigos | ||
|Beta Code=sfri/gos | |Beta Code=sfri/gos | ||
|Definition=εος, τό, <span class="sense" | |Definition=εος, τό, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[full strength]], σφρίγει βραχιόνων <span class="bibl">Hermipp.58</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:23, 12 December 2020
English (LSJ)
εος, τό, A full strength, σφρίγει βραχιόνων Hermipp.58.
Greek (Liddell-Scott)
σφρίγος: [ῐ], τό, πλήρης ἰσχύς, ἀκμή, δύναμις, σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6.
Greek Monolingual
το / σφρίγος ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α
ακμή σωματικής δύναμης, ευρωστία, ζωηρότητα (α. «γεμάτος νεανικό σφρίγος» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σφριγῶ].