τραυματισμός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=travmatismos
|Transliteration C=travmatismos
|Beta Code=traumatismo/s
|Beta Code=traumatismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wounding]], Ruf. ap. Suid. s.v. [[Ῥοῦφος]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wounding]], Ruf. ap. Suid. s.v. [[Ῥοῦφος]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:08, 12 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτισμός Medium diacritics: τραυματισμός Low diacritics: τραυματισμός Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: traumatismós Transliteration B: traumatismos Transliteration C: travmatismos Beta Code: traumatismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A wounding, Ruf. ap. Suid. s.v. Ῥοῦφος.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτισμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων, οὕτως ἐπεγράφετο ἓν ἐκ τῶν συγγραμμάτων τοῦ ἰατροῦ Ρούφου, Εὐδοκ. Μακ. Ἰωνιὰ 371, Σουΐδ. ἐν λέξ. Ροῦφος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τραυματίζω
πρόκληση σωματικής βλάβης από εξωτερική βία που προσβάλλει ταυτόχρονα την ανατομική υφή, τη μορφολογία και τη λειτουργία ιστών και οργάνων του ανθρώπινου σώματος, πλήγωμα
νεοελλ.
μτφ. ηθικό ή ψυχικό πλήγμα
αρχ.
φρ. «Περὶ τραυματισμοῦ ἄρθρων» — ένα από τα συγγράμματα του Εφέσιου γιατρού Ρούφου.